χολεροκομείο

χολεροκομείο
το, Ν
ιατρ. νοσοκομείο για άτομα που πάσχουν από χολέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + -κομείο (< -κομος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο-κομείο, νοσο-κομείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χολεροκομείο — το νοσοκομείο γι΄ αυτούς που πάσχουν από χολέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”